Ορισμός

 

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι μια νόσος που χαρακτηρίζεται από αντίσταση στην ινσουλίνη ή/και ανεπάρκεια ινσουλίνης. Πιο συγκεκριμένα, το σώμα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά την παραγόμενη ινσουλίνη ή/και το πάγκρεας δεν παράγει την απαιτούμενη ποσότητα ινσουλίνης. Αποτέλεσμα αυτών είναι η υπεργλυκαιμία, κατάσταση η οποία μακροχρόνια οδηγεί σε σημαντικά προβλήματα υγείας.

Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το πάγκρεας παράγει επαρκή ποσότητα ινσουλίνης ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες του οργανισμού. Όταν όμως υπάρχει αντίσταση στην ινσουλίνη, το πάγκρεας αναγκάζεται να υπερλειτουργήσει και να παράξει μεγαλύτερες ποσότητες ινσουλίνης για να ξεπεράσει το πρόβλημα αυτό.  Αν η στρεσογόνος αυτή κατάσταση συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε το πάγκρεας «κουράζεται» και δεν μπορεί να συνεχίσει στους ίδιους ρυθμούς παραγωγής ινσουλίνης (προδιαβήτης). Η περαιτέρω έκπτωση στη λειτουργία του παγκρέατος έχει ως αποτέλεσμα η παραγόμενη ινσουλίνη να μην είναι πλέον επαρκής. Κατά συνέπεια το σάκχαρο του αίματος αρχίζει σταδιακά να αυξάνεται.

Η αντίσταση στην ινσουλίνη έχει και περαιτέρω επιδράσεις σε άλλα όργανα. Το συκώτι αρχίζει να παράγει μεγαλύτερες ποσότητες γλυκόζης και τριγλυκεριδίων ενώ τα νεφρά αποβάλλουν με δυσκολία την περίσσεια της γλυκόζης. Σε συνδυασμό και με άλλους μηχανισμούς, εδραιώνεται η υπεργλυκαιμία.

Ο ΣΔτ2 είναι επίσης γνωστός και ως μη ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης. Η διαφορά του ΣΔτ2 από τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, είναι ότι στη δεύτερη περίπτωση το πάγκρεας δεν παράγει ινσουλίνη άρα ο ασθενής χρειάζεται ινσουλίνη άμεσα ως θεραπεία. Από την άλλη, στους ασθενείς με ΣΔτ2 η ινσουλίνη δε λείπει εντελώς αλλά δεν είναι τόση όση χρειάζεται. Αρκετοί λοιπόν από τους ασθενείς μπορεί να μην χρειαστούν ποτέ θεραπεία με ινσουλίνη ενώ άλλοι θα καθυστερήσουν πολύ.

 

Το πάγκρεας

 

Το πάγκρεας είναι ένας αδένας με δύο βασικές λειτουργίες. Από τη μία, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή και την έκκριση των παγκρεατικών ενζύμων, που είναι απαραίτητα για την πέψη και απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών που προσλαμβάνουμε από τις τροφές. Από την άλλη, το πάγκρεας παράγει ορμόνες, κύρια δράση των οποίων είναι, μεταξύ άλλων, η ρύθμιση του μεταβολισμού πρωτεϊνών, λιπών και υδατανθράκων καθώς και η ρύθμιση σακχάρου του αίματος.

Οι υδατάνθρακες που παίρνουμε από τις τροφές μεταβολίζονται σε γλυκόζη (σάκχαρο), η οποία αποτελεί βασική πηγή ενέργειας για το ανθρώπινο σώμα.

Για να μπορέσουν τα κύτταρα (στους μύες, το συκώτι και το λιπώδη ιστό) να χρησιμοποιήσουν τη γλυκόζη, το πάγκρεας παράγει μια ορμόνη, την ινσουλίνη.

Η ινσουλίνη λειτουργεί ως το «κλειδί» που επιτρέπει στη γλυκόζη να περάσει από την κυκλοφορία του αίματος μέσα στα κύτταρα, όπου και θα χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ενέργειας.

Το πάγκρεας εκκρίνει ινσουλίνη καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας, με την ποσότητα αυτή να αυξάνεται ακριβώς μετά από κάθε γεύμα. Κατά συνέπεια, η ινσουλίνη είναι αυτή που ρυθμίζει το επίπεδο του σακχάρου στο αίμα.

 

Ποιά είναι τα συμπτώματα

 

Τα συμπτώματα του Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2 μπορεί να εμφανίζονται αργά και σταδιακά, σε περίοδο μερικών ετών, και μπορεί να είναι τόσο ήπια ώστε να μην γίνουν αντιληπτά από τον ασθενή.

Επίσης, πολλοί είναι και οι ασθενείς που δεν παρουσιάζουν καθόλου συμπτώματα (ασυμπτωματικοί), με το διαβήτη να ανακαλύπτεται τυχαία σε κάποιο γενικό εργαστηριακό έλεγχο ή και στα πλαίσια της διάγνωσης μιας άλλης ασθένειας.

Τα πιο συχνά συμπτώματα που εμφανίζονται λόγω της υπεργλυκαιμίας είναι :

  • Αυξημένη δίψα και ξηροστομία
  • Αυξημένη πείνα
  • Συχνοουρία και πολυουρία
  • Απώλεια ενέργειας, κούραση
  • Πιθανή απώλεια βάρους
  • Αιμωδίες των άκρων (μυρμήγκιασμα και μούδιασμα σε χέρια / πόδια)
  • Αργή επούλωση πληγών
  • Συχνές μυκητιάσεις του δέρματος (πχ. νύχια, γεννητική περιοχή)
  • Ξηρότητα και κνησμός του δέρματος
  • Θολή όραση

Σημείωση: Μελέτες έχουν δείξει ότι ένα άτομο μπορεί να έχει ΣΔτ2 για 4-7 χρόνια μέχρι τελικά να διαγνωσθεί!

 

Παράγοντες κινδύνου

 

Οι βασικοί παράγοντες κινδύνου (επίκτητοι και μη) για την εμφάνιση ΣΔτ2 είναι :

  • Ηλικία ( «διαβήτης των ενηλίκων»)
    • Ο ΣΔτ2 μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, όμως είναι πιο συχνός μετά τα 40-45 έτη. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει αναφερθεί αύξηση των περιπτώσεων ΣΔτ2 σε παιδιά και εφήβους. Μπορεί οι ορμόνες στην εφηβεία να συνδέονται με μικρές αυξήσεις της αντοχής στην ινσουλίνη, κυριότερος όμως παράγοντας είναι η παχυσαρκία και ο καθιστικός τρόπος ζωής.
  • Εθνικότητα (ορισμένες εθνικότητες έχουν μεγαλύτερη προδιάθεση για την ανάπτυξη της νόσου)
  • Οικογενειακό ιστορικό διαβήτη
    • Άτομα με άμεσο οικογενειακό ιστορικό (δηλαδή συγγενείς πρώτου βαθμού) έχουν 2 -6 φορές περισσότερες πιθανότητες εμφάνισης ΣΔτ2.
    • Σε άλλη περίπτωση, γονίδια μπορεί να είναι υπεύθυνα για την προδιάθεση ενός ατόμου στην εμφάνιση παχυσαρκίας, που είναι με τη σειρά της παράγοντας προδιάθεσης για διαβήτη.
  • Παχυσαρκία
    • Το περιττό βάρος (κυρίως όταν το λίπος έχει συσσωρευθεί στην κοιλιακή περιοχή- σπλαχνικό λίπος) μπορεί να οδηγήσει σε αντίσταση στην ινσουλίνη και άλλα σημαντικά προβλήματα υγείας.
  • Αντίσταση στην ινσουλίνη
    • Οδηγεί στο στάδιο του προδιαβήτη και σε συνέχεια στην εμφάνιση του διαβήτη.
  • Συνυπάρχουσες ασθένειες
    • Ο ΣΔτ2 είναι μία πολυσύνθετη νόσος. Πολλοί ασθενείς με ΣΔτ2 έχουν συνυπάρχουσες ασθένειες όπως υπέρταση, καρδιακή νόσο, δυσλιπιδαιμία (μη φυσιολογικά επίπεδα λιπιδίων πχ. υψηλά τριγλυκερίδια, υψηλή «κακή» χοληστερόλη). Επίσης, οι ασθενείς με ΣΔτ2 μπορεί να έχουν «μεταβολικό σύνδρομο» δηλαδή συνδυασμό των περισσότερων από τις παραπάνω καταστάσεις.
  • Έλλειψη σωματικής άσκησης και κακή διατροφή
  • Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (40% των γυναικών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών εμφανίζουν ΣΔτ2 λόγω αντίστασης στην ινσουλίνη)
  • Ιστορικό διαβήτη κύησης ή γέννηση παιδιού με αυξημένο βάρος (πάνω από 4 κιλά)
  • Φάρμακα
    • Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μακροχρόνια χρήση κορτιζονούχων φαρμάκων
    • Κάποια φάρμακα τείνουν να προκαλούν μια μικρή αύξηση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα, τόσο όμως ώστε να αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης ΣΔτ2 σε άτομα με προδιάθεση.
    • Αρκετά φάρμακα προκαλούν αύξηση του σωματικού βάρους, το οποίο με τη σειρά του είναι παράγοντας προδιάθεσης για ΣΔτ2.

 

Διάγνωση

 

Η διάγνωση του διαβήτη βασίζεται στη μέτρηση των επιπέδων της γλυκόζης (σακχάρου) αίματος. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει θέσει κριτήρια και συνιστά η διάγνωση του διαβήτη να βασίζεται στα αποτελέσματα από τουλάχιστον δύο δοκιμασίες ελέγχου γλυκόζης του αίματος.

Τα κριτήρια για τη διάγνωση του ΣΔτ2 είναι τα εξής:

  • Σάκχαρο νηστείας
    • Ο ασθενής δεν πρέπει να έχει φάει για τουλάχιστον 8 ώρες πριν την εξέταση αίματος. Για ένα άτομο χωρίς διαβήτη, οι φυσιολογικές τιμές του σακχάρου νηστείας είναι κάτω από 100 mg/dL. Όταν ο μεταβολισμός του σακχάρου διαταραχθεί, οι τιμές αυτές αυξάνουν σταδιακά, μέχρι που το σάκχαρο νηστείας ξεπερνά τα 125mg/dL. Τιμές σακχάρου νηστείας πάνω από 126 mg/dL σημαίνουν πιθανά την ύπαρξη διαβήτη.
    • Μικρή αύξηση στο σάκχαρο μπορεί να οφείλεται και σε άλλους παράγοντες όπως λοίμωξη, τραύμα και άλλες στρεσογόνες αιτίες. Κατ’ επέκταση μια τιμή σακχάρου νηστείας πάνω από 126 mg/dL θα πρέπει να επιβεβαιωθεί με επανάληψη της μέτρησης σε διαφορετική μέρα.
  • Δοκιμασία ανοχής γλυκόζης από το στόμα ( «καμπύλη σακχάρου»)
    • Αφού ληφθεί μία μέτρηση σακχάρου σε κατάσταση νηστείας, χορηγούνται στον εξεταζόμενο 75 γραμμάρια γλυκόζης σε νερό. Στη συνέχεια μετριέται το σάκχαρο στις επόμενες 2 ώρες.
    • Αν η τιμή του σακχάρου, 2 ώρες μετά την κατανάλωση γλυκόζης, είναι πάνω από 200 mg/dL, τότε αυτό αποτελεί κριτήριο διάγνωσης διαβήτη.
  • Τυχαία μέτρηση του σακχάρου
    • Ανεξάρτητα από την ώρα της ημέρας ή τη λήψη φαγητού, μία τυχαία τιμή σακχάρου αφορά στιγμιαίους παράγοντες όπως το είδος της τροφής που καταναλώθηκε ή την σωματική άσκηση που μπορεί να προηγήθηκε. Επίσης μπορεί να διαφέρει από μια επόμενη μέτρηση, ακόμη και αν η χρονική απόσταση των δύο μετρήσεων είναι πολύ μικρή. Ωστόσο, έχει σημασία η διερεύνηση μιας τυχαίας μέτρησης πάνω από 200 mg/dL όταν το άτομο αναφέρει και συνοδά συμπτώματα διαβήτη.

Σημαντικό! Όταν συνυπάρχουν ταυτόχρονα υψηλές τιμές σακχάρου νηστείας (100-125mg/dL) και διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη κατά την καμπύλη σακχάρου (140-199mg/dL), ο κίνδυνος εκδήλωσης ΣΔτ2 στο άμεσο μέλλον είναι πολύ υψηλός.

Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη

  • Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) είναι μια ειδική εξέταση αίματος και μετρά το ποσοστό της αιμοσφαιρίνης του αίματος στην οποία έχει προσκολληθεί γλυκόζη. Η μέτρηση αυτή δείχνει τις διακυμάνσεις των τιμών του σακχάρου τους τελευταίους 3 μήνες πριν την εξέταση.
  • Φυσιολογικά, ένα υγιές άτομο εμφανίζει τιμή μικρότερη του 5.6%. Όταν υπάρχει προδιάθεση για σάκχαρο (προδιαβήτης), η τιμή αυξάνεται μεταξύ του 5.7-6.4%. Όταν ένας ασθενής εμφανίζει ΣΔτ2 η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη συνήθως ξεπερνά το 6.5%.
  • Για τη διάγνωση ενός ατόμου, η μέτρησή της αξιολογείται συνδυαστικά με τις μετρήσεις σακχάρου του αίματος.
  • Μπορεί να επηρεάζεται από παθήσεις όπως η μεσογειακή και η δρεπανοκυτταρική αναιμία, η ανεπάρκεια βιταμίνης Β12, η ανεπάρκεια σιδήρου, νεφρική δυσλειτουργία κ.ά.

Συμπληρωματικές εξετάσεις

Λειτουργούν συμπληρωματικά στους παραπάνω ελέγχους και αφορούν ανάλυση ούρων (παρουσία γλυκόζης), μέτρηση κετονών και έλεγχο των τιμών των λιπιδίων του αίματος πχ. χοληστερίνη.

Πέραν των μετρήσεων-ελέγχων, και της επανάληψης αυτών αν χρειαστεί, ο ασθενής θα πρέπει να ερωτηθεί και για το αν  παρουσιάζει συμπτώματα διαβήτη. Επίσης, σημαντική είναι και η αναλυτική εκτίμηση του ιστορικού και της καθημερινότητας του ασθενούς.

 

Μικροαγγειακές επιπλοκές

 

Μακροαγγειακές επιπλοκές

 

Υπογλυκαιμία

 

Ως «υπογλυκαιμία» θεωρούνται τα χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Όταν είναι πολύ χαμηλά, το σώμα δυσκολεύεται να προσλάβει την ενέργεια που του είναι απαραίτητη για να λειτουργήσει.

Η υπογλυκαιμία αποτελεί οξεία επιπλοκή του διαβήτη. Μπορεί να εμφανιστεί ξαφνικά και τείνει να έχει διαφορετικά συμπτώματα στο κάθε άτομο. Τα κοινά συμπτώματα της υπογλυκαιμίας είναι :

  • Εφίδρωση, ρίγος, τρέμουλο, ταχυπαλμία
  • Νευρικότητα, ευερεθιστότητα
  • Σύγχυση και παραλήρημα
  • Ζάλη
  • Αδυναμία/ κόπωση
  • Πείνα ή ναυτία
  • Θολή όραση
  • Πονοκέφαλος

Η υπογλυκαιμία μπορεί να είναι αποτέλεσμα διάφορων αιτιών πχ. παράλειψη γευμάτων, έντονη σωματική άσκηση, κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ ή ως συνέπεια θεραπείας για το διαβήτη όπως έγχυση μεγαλύτερης από την αναγκαία δόση ινσουλίνης.

Αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρότερες καταστάσεις (πχ. απώλεια συνείδησης, επιληπτική κρίση, σπασμούς) κάτω από τις οποίες το άτομο ίσως χρειαστεί να νοσηλευτεί.

Τι κάνουμε σε περίπτωση υπογλυκαιμίας;

  • Μέτρηση του σακχάρου για να διαβεβαιώσουμε την υπογλυκαιμία
  • Καταναλώνουμε 15-20 γραμμάρια γλυκόζης (ή απλούς υδατάνθρακες). Ένα ρόφημα με ζάχαρη, ένα γλυκό, χυμός ή τζελ/δισκία γλυκόζης μπορούν να βοηθήσουν.
  • Ελέγχουμε ξανά το σάκχαρο μετά από 15 λεπτά. Αν η υπογλυκαιμία συνεχίζει, επαναλαμβάνουμε τα προηγούμενα βήματα.
  • Όταν το σάκχαρο επανέλθει στα φυσιολογικά επίπεδα, τρώμε ένα μικρό σνακ (αν το προγραμματισμένο γεύμα απέχει 1 ή 2 ώρες) και ενημερώνουμε το γιατρό.

 

Άλλες επιπλοκές

 

  • Άτομα με ΣΔτ2 έχουν επίσης σημαντικό κίνδυνο εμφάνισης οστεοπόρωσης και καταγμάτων, δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς, προβλημάτων στα ούλα και τα δόντια ενώ είναι πιο επιρρεπή σε μολύνσεις από μικροοργανισμούς .
  • Αρκετά άτομα με ΣΔτ2 παρουσιάζουν ηπατικά προβλήματα.
  • Ο ΣΔ έχει συσχετιστεί με άλλα προβλήματα υγείας όπως άπνοια κατά τον ύπνο,  κατάθλιψη και άνοια.
  • Οι γυναίκες με ΣΔτ2 πρέπει να έχουν ρυθμισμένες τιμές σακχάρου πριν την εγκυμοσύνη. Διαφορετικά, η υπεργλυκαιμία μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο βάρος για το έμβρυο, άρα και σε δύσκολη γέννα και απότομη πτώση της τιμής του σακχάρου για το μωρό αμέσως μετά. Επιπλέον, τα μωρά που γεννιούνται έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες εμφάνισης διαβήτη στο μέλλον.

 

Στόχοι της θεραπείας του ΣΔτ2

 

Η θεραπεία αποσκοπεί στο να ανακουφίσει τα συμπτώματα, να αποτρέψει τις επιπτώσεις του διαβήτη και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Βασίζεται σε συνδυασμό πολλών παραγόντων ενώ στόχοι είναι :

  • Καλός γλυκαιμικός έλεγχος, δηλαδή ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου του αίματος και η διατήρηση των τιμών αυτών κοντά στις φυσιολογικές
  • Περιορισμός των πιθανοτήτων υπογλυκαιμίας
  • Άμεση ρύθμιση παραγόντων κινδύνου όπως υπέρταση και υπερλιπιδαιμία
  • Τακτικός έλεγχος για ανίχνευση πιθανών επιπλοκών και άμεση αντιμετώπιση

Σημαντικό! Το πλάνο θεραπείας πρέπει να είναι εξατομικευμένο και προσαρμοσμένο στις ανάγκες και τις ικανότητες του κάθε ασθενούς. Βασικό λοιπόν συστατικό στην αντιμετώπιση του ΣΔτ2 είναι ότι και ο ίδιος ο ασθενής θα συμμετέχει ενεργά στο πλάνο θεραπείας του.

Το θεραπευτικό πλάνο θα πρέπει επίσης να αναδιαμορφώνεται ανάλογα με τις αλλαγές που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί ή αν προκύψουν νέα δεδομένα στην πορεία της νόσου.

 

Διατροφή – φυσιολογικό βάρος – άσκηση

 

Διατροφή:

Η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών έχει πολύ σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του διαβήτη. Το διατροφικό πλάνο πρέπει να καθορίζεται από το γιατρό μαζί με τον ασθενή, λαμβάνοντας υπόψη την καθημερινότητα του ασθενούς, τον τρόπο ζωής του και τις ανάγκες για γλυκαιμική ρύθμιση.

Προϋπόθεση της επιτυχημένης εφαρμογής του διατροφικού πλάνου είναι η εκπαίδευση του ασθενούς τόσο ως προς τη νόσο όσο και ως προς τη σχέση της νόσου με τη διατροφή : πώς επηρεάζονται τα επίπεδα γλυκόζης ανάλογα με τις διαφορετικές τροφές, ποιες τροφές πρέπει να αποφευχθούν/ περιοριστούν και ποιες πρέπει να προτιμώνται, τι ποσότητες από την κάθε ομάδα τροφίμων μπορούν να καταναλώνονται και πόσο συχνά πρέπει να είναι τα γεύματα.

  • Για παράδειγμα, τροφές που θα πρέπει να περιοριστούν είναι τα τρόφιμα υψηλά σε αλάτι, ζάχαρη και κορεσμένα λιπαρά, θα πρέπει καταναλώνονται μεγαλύτερες ποσότητες λαχανικών και άπαχων πρωτεϊνών και λιγότεροι υδατάνθρακες κλπ.
  • Πέρα από τη διατροφή, καλό θα ήταν να διευκρινιστεί και το θέμα της κατανάλωσης αλκοόλ. Η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα υπογλυκαιμίας, να αυξήσει το βάρος ή ακόμη και να οδηγήσει σε υπεργλυκαιμία. Συνίσταται λοιπόν προσοχή στην κατανάλωση αλκοόλ από τους ασθενείς με διαβήτη ενώ θα πρέπει να συμβουλευθούν το γιατρό για τις ποσότητες και τη συχνότητα κατανάλωσης.

Πότε θεωρείται ένα τρόφιμο υψηλό σε ζάχαρη : η Διεθνής Ομοσπονδία Διαβήτη ορίζει ένα τρόφιμο υψηλό σε ζάχαρη όταν περιέχει παραπάνω από 22.5 γρ. ζάχαρης ανά 100γρ. προϊόντος. Αυτό αφορά το σύνολο των σακχάρων του προϊόντος συμπεριλαμβανομένων και των σακχάρων φυσικής προέλευσης.

Επίτευξη και διατήρηση φυσιολογικού σωματικού βάρους:

Δεδομένου ότι οι περισσότεροι ασθενείς με ΣΔτ2 έχουν αυξημένο σωματικό βάρος, πρέπει ο σχεδιασμός του διατροφικού πλάνου να στοχεύει και σε μείωση του βάρους (άρα ρύθμιση της πίεσης και των λιπιδίων).

  • Μελέτες έχουν δείξει ότι ακόμη και η ήπια απώλεια σωματικού βάρους μπορεί να καθυστερήσει την εξέλιξη του προδιαβήτη σε ΣΔτ2 αλλά και την ίδια την εξέλιξη του διαβήτη.
  • Η απώλεια 5% του αρχικού σωματικού βάρους, βελτιώνει το γλυκαιμικό έλεγχο και περιορίζει την ανάγκη για φαρμακευτική αγωγή.
  • Ανάλογα την περίπτωση, χειρουργικές επεμβάσεις (βαριατρική χειρουργική) προτείνονται για ασθενείς με μεγάλο βαθμό παχυσαρκίας. Στόχος η μεγάλη απώλεια βάρους και ο άμεσος γλυκαιμικός έλεγχος.

Άσκηση:

  • Η μέτριας έντασης αλλά συστηματική άσκηση βοηθά σημαντικά στον έλεγχο των επιπέδων σακχάρου του αίματος. Μελέτες έχουν δείξει ότι η άσκηση βελτιώνει την ευαισθησία των ιστών στην ινσουλίνη και μειώνει τα επίπεδα ινσουλίνης σε κατάσταση νηστείας και μετά τα γεύματα.
  • Η άσκηση ελαττώνει επίσης τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου καθώς βελτιώνει το λιπιδαιμικό προφίλ και τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη. Αν συνδυαστεί με αλλαγές στη διατροφή, βοηθά στην καύση λίπους.
  • Συνολικά η άσκηση συμβάλλει σημαντικά στην επίτευξη του γλυκαιμικού στόχου στα άτομα με ΣΔτ2.
  • Είναι καλό τα άτομα με διαβήτη να συμβουλευθούν το γιατρό τους σχετικά με το είδος, τον τρόπο και τη χρονική διάρκεια της άσκησης που πρέπει να ακολουθήσουν. Για παράδειγμα, η ένταση της άσκησης θα πρέπει να προσδιοριστεί ανάλογα τις ανάγκες και τη φυσική κατάσταση του ατόμου.

 

Φαρμακευτική αγωγή

 

Τα άτομα με ΣΔτ2, αν διαγνωστούν σε αρχικό στάδιο, μπορούν να αναστρέψουν τη νόσο με σωστή διατροφή και σωματική άσκηση. Ωστόσο, αν με αυτές τις αλλαγές δεν επιτευχθεί ο γλυκαιμικός στόχος, ο γιατρός θα συστήσει αντιδιαβητική θεραπεία με φάρμακα.

Οι ασθενείς με ΣΔτ2 συνήθως ξεκινούν τη θεραπεία με αντιδιαβητικά δισκία από το στόμα. Ανάλογα την πορεία της νόσου και την αποτελεσματικότητα της αρχικής επιλογής φαρμάκου, μπορεί να χρειαστεί προσαρμογή της μονοθεραπείας (πχ. αύξηση δόσης ή αλλαγή φαρμάκου λόγω δυσανεξίας) ή συνδυασμός δύο ή και περισσότερων φαρμάκων από το στόμα.

  • Υπάρχει μεγάλο εύρος αντιδιαβητικών φαρμάκων για χρήση από το στόμα.
  • Κάθε κατηγορία αντιδιαβητικού φαρμάκου έχει διαφορετικό μηχανισμό δράσης αλλά σε κάποιες περιπτώσεις είναι συμπληρωματικός.
    • Πχ. ενίσχυση της έκκρισης ινσουλίνης από το πάγκρεας, επιβράδυνση της απορρόφησης των υδατανθράκων από τις τροφές, διευκόλυνση της αποβολής του σακχάρου κλπ.
    • Ορισμένες κατηγορίες έχουν εντυπωσιακά αποτελέσματα όχι μόνο στη ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου, αλλά και στην αποφυγή των επιπλοκών της νόσου.
  • Ο γιατρός είναι αυτός που επιλέγει την καταλληλότερη φαρμακευτική θεραπεία και την προσαρμόζει στις ανάγκες του κάθε ασθενούς.
  • Η αποτελεσματικότητα της κάθε θεραπείας θα πρέπει να αξιολογείται συχνά (ιδανικά κάθε τρίμηνο) λαμβάνοντας υπόψη τις τιμές των μετρήσεων σακχάρου, γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης και ίσως και άλλων δεικτών που ο γιατρός θα αποφασίζει.

Δεδομένου ότι ο διαβήτης είναι μια εξελισσόμενη νόσος, δεν είναι προκαθορισμένη η αποτελεσματικότητα των αντιδιαβητικών δισκίων από το στόμα. Έτσι, όταν η υπεργλυκαιμία δεν μπορεί πλέον να ελεγχθεί με αγωγή από το στόμα, μπορεί να συστηθεί έναρξη ενέσιμης αγωγής.

  • Η ινσουλίνη χορηγείται με υποδόρια έγχυση μέσω μιας ποικιλίας βελόνων, πενών ακόμη και αντλιών συνεχούς έγχυσης.
  • Ο γιατρός καθορίζει τον τύπο και τη δοσολογία (και τις προσαρμογές της δοσολογίας) της ινσουλίνης ανάλογα με τις διατροφικές συνήθειες, τον τρόπο ζωής αλλά και τους γλυκαιμικούς στόχους που έχουν τεθεί.
  • Υπάρχουν κι άλλες ενέσιμες αγωγές που δεν παρέχουν άμεσα την ινσουλίνη στον οργανισμό, αλλά έχουν άλλο μηχανισμό δράσης.

 

Αυτοέλεγχος στο ΣΔτ2

 

Ένας ασθενής με ΣΔτ2 δεν είναι απαραίτητο να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου πριν την λήψη των αντιδιαβητικών δισκίων.

Περιπτώσεις ΣΔτ2 που ίσως χρειαστεί ο αυτοέλεγχος ( με τη βοήθεια ενός μετρητή σακχάρου):

  • Αν ο ασθενής ξεκινήσει αγωγή με ινσουλίνη
  • Αν υπάρχει υποψία υπογλυκαιμίας
  • Αν ο ασθενής παίρνει άλλη φαρμακευτική αγωγή που μπορεί να προκαλέσει υπογλυκαιμία (κυρίως αν ο ασθενής οδηγεί ή χειρίζεται μηχανήματα)
  • Αν πρόκειται για έγκυο γυναίκα ή για γυναίκες που προγραμματίζουν μια εγκυμοσύνη.

Σημαντικό είναι ο ασθενής να εκπαιδευτεί στο πώς να χειρίζεται σωστά το μετρητή σακχάρου, πώς να ακολουθεί τη σωστή τεχνική προετοιμασίας της μέτρησης, και στο πώς να ερμηνεύει τα αποτελέσματα της μέτρησης.

 

Πρόληψη και θεραπεία των επιπλοκών της νόσου

 

Πρόληψη εμφάνισης του ΣΔτ2

 

Στατιστικά της νόσου