Διάγνωση
Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν εμφανή συμπτώματα, η μέτρηση της οστικής πυκνότητας είναι η μόνη μέθοδος που μπορεί να διαγνώσει την οστεοπενία και την οστεοπόρωση.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει καθορίσει ένα σύστημα βαθμολόγησης το οποίο δείχνει αν ένα άτομο έχει φυσιολογική οστική πυκνότητα, οστεοπενία ή οστεοπόρωση.
Αν τα αποτελέσματα της μέτρησης οστικής πυκνότητας δείχνουν οστεοπενία ή οστεοπόρωση, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το άτομο θα υποστεί κάποιο κάταγμα. Ωστόσο, όσο χαμηλότερη η οστική πυκνότητα, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος κατάγματος.
Μέτρηση της οστικής πυκνότητας θα πρέπει να γίνεται:
- Σε όλες τις γυναίκες ηλικίας 65 ετών και άνω και στους άνδρες άνω των 70 ετών, ανεξαρτήτως παραγόντων κινδύνου.
- Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ηλικίας μικρότερης των 65 ετών και σε άνδρες μεταξύ 50 και 69 ετών, που έχουν έναν ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση.
- Σε γυναίκες και άνδρες που έχουν υποστεί κάταγμα μετά από ελαφρύ τραυματισμό, ακόμη και αν αυτό έγινε σε μικρή ηλικία.
- Σε γυναίκες και άνδρες με παραμόρφωση σπονδύλων ορατή σε ακτινογραφία.
- Σε γυναίκες και άνδρες που παίρνουν θεραπευτική αγωγή για την οστεοπόρωση ώστε να γίνεται περιοδικά αξιολόγηση του αποτελέσματος της αγωγής.
- Άτομα με παράγοντες προδιάθεσης για δευτερογενή οστεοπόρωση όπως παρατεταμένη χρήση κορτιζόνης.
Εκτός από τη μέτρηση οστικής πυκνότητας, μπορεί να χρειαστούν επιπρόσθετες εξετάσεις για να αναγνωριστούν πιθανές αιτίες που προκαλούν την απώλεια οστικής μάζας.
Για παράδειγμα:
- Μέτρηση των επιπέδων ασβεστίου και φωσφόρου σε αίμα και ούρα.
- Έλεγχος του επιπέδου 25-υδρόξυ-βιταμίνης D (υπολογισμός του αποθέματος βιταμίνης D στον οργανισμό).
Σημείωση! Τόσο η ανάδειξη οστεοπόρωσης όσο και η ανάδειξη οστεοπενίας σε ένα άτομο είναι το ίδιο σημαντικές για την πρόληψη του κατάγματος, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση και χοληστερίνη για την πρόληψη ενός εμφράγματος του μυοκαρδίου ή ενός εγκεφαλικού επεισοδίου!